τριστάτης

τριστάτης
ὁ, ΜΑ
1. ανώτατος αξιωματούχος, αμέσως μετά τον βασιλιά και τη βασίλισσα
2. αυτός που κατέχει την τρίτη θέση στην ιεραρχία
μσν.
κεντυρίων, εκατόνταρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -στάτης (< ἵστημι), πρβλ. τριτο-στάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριστάτης — one who stands next to the king and queen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριστάται — τριστάτης one who stands next to the king and queen masc nom/voc pl τριστάτᾱͅ , τριστάτης one who stands next to the king and queen masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριστατῶν — τριστάτης one who stands next to the king and queen masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριστάταις — τριστάτης one who stands next to the king and queen masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριστάτην — τριστάτης one who stands next to the king and queen masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριστάτου — τριστάτης one who stands next to the king and queen masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριστάτας — τριστάτᾱς , τριστάτης one who stands next to the king and queen masc acc pl τριστάτᾱς , τριστάτης one who stands next to the king and queen masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • тристат — род. п. а военачальник (Державин), церк., цслав. тристатъ – то же. Из греч. τριστάτης – то же, буквально один из трех великих мужей царства ; см. Срезн. III, 999; Фасмер, Гр. сл. эт. 205 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • тристат — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. τριστάτης) военачальник.    …   Словарь церковнославянского языка

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”